- βλαχόφωνος
- -η, -οαυτός που μιλάει Βλάχικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + -φωνος < φωνή. Η λ. στον πληθ. («βλαχόφωνοι Έλληνες») μαρτυρείται από το 1879 στον Μ. Χ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαχόφωνος — η, ο αυτός που μιλά τα βλάχικα: Οι Σαρακατσαναίοι της Πίνδου ήταν βλαχόφωνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Patriarch Matthew II of Constantinople — Matthew II Ecumenical Patriarch of Constantinople Church Church of Constantinople In Office February 1596 April 1598 – Jan 1602 Jan – Febr 1603 Predecessor Jeremias II Theophanes I Neophytus II … Wikipedia
βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek